Έρευνα που διήρκησε 12 χρόνια και πραγματοποιήθηκε σε 60.000 Βρετανούς, οι μισοί από τους οποίους ήταν χορτοφάγοι, δείχνει ότι οι χορτοφάγοι έχουν λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρκίνο απ’ ό,τι οι κρεατοφάγοι. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από τη Δρ. Ναόμι Άλεν, μία επιδημιολόγο του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, μαζί με συνεργάτες της από το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Νέα Ζηλανδία, και δημοσιεύτηκε στις 16 Ιουνίου στο British Journal of Cancer.
Η Άλεν δήλωσε στον Τύπο: «
Αυτή είναι ισχυρή ένδειξη για το ότι οι χορτοφάγοι έχουν χαμηλότερα ποσοστά καρκίνου σε σχέση με τους κρεατοφάγους.»

Για την έρευνα η Άλεν και οι συνεργάτες της χρησιμοποίησαν δεδομένα από το βρετανικό τμήμα της Ευρωπαϊκής Προοπτικής Μελέτης για τον Καρκίνο και τη Διατροφή (EPIC), η οποία παρακολουθεί μισό εκατομμύριο ανθρώπους σε όλη την Ευρώπη.
Σε μία συμπληρωματική μελέτη 12.2 ετών, μελέτησαν 61.566 Βρετανούς και Βρετανές από τους οποίους οι 32.403 ήταν κρεατοφάγοι , οι 8.562 έτρωγαν ψάρι αλλά όχι κρέας («ιχθυοφάγοι»), και οι 20.601 ήταν χορτοφάγοι (δεν έτρωγαν ούτε ψάρι ούτε κρέας). Κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης υπήρξαν 3.350 περιστατικά από 20 διαφορετικούς τύπους καρκίνου, από τους οποίους οι 2.204 διεγνώσθησαν στους κρεατοφάγους, οι 317 στους ιχθυοφάγους και οι 829 στους χορτοφάγους.
Με τη χρήση στατιστικών εργαλείων υπολόγισαν τον σχετικό κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου μεταξύ των τριών ομάδων, με βάση την ηλικία και μία σειρά από άλλους πιθανούς παράγοντες όπως το κάπνισμα, το αλκοόλ, τον δείκτη μάζας σώματος (BMI), την άσκηση/σωματική δραστηριότητα, και στην περίπτωση των γυναικών αν έπαιρναν αντισυλληπτικά χάπια. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι σε γενικές γραμμές οι χορτοφάγοι είχαν 12% λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρκίνο απ’ ότι οι κρεατοφάγοι, ενώ οι ιχθυοφάγοι είχαν 18% λιγότερες πιθανότητες (ωστόσο οι ιχθυοφάγοι αποτελούσαν μικρότερο δείγμα και ενδεχομένως λιγότερο αξιόπιστο).
Συνεπώς, ενώ από τον γενικό πληθυσμό περίπου το 33% θα αποκτήσουν καρκίνο κάποια στιγμή στη ζωή τους, για τα άτομα που δεν τρώνε κρέας οι πιθανότητες είναι 29%. Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν ότι μία αλλαγή στη διατροφή θα μπορούσε να αποτρέψει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου σε δύο εκατομμύρια Βρετανούς.
Μάλιστα, για μερικούς τύπους καρκίνων όπως η λευχαιμία, ο καρκίνος του στομάχου και της ουροδόχου κύστης,
ο κίνδυνος ήταν σημαντικά μικρότερος, με τους χορτοφάγους να έχουν 45% λιγότερες πιθανότητες να διαγνωσθούν με έναν από αυτούς τους καρκίνους απ’ ότι οι κρεατοφάγοι, όμως για άλλους τύπους καρκίνων όπως ο καρκίνος του προστάτη, του μαστού και του εντέρου, ο κίνδυνος ήταν σχεδόν ίδιος και για τους χορτοφάγους και για τους κρεατοφάγους.
Ένα από τα σημεία που ξεχώρισαν ήταν το γεγονός ότι οι χορτοφάγοι φαίνεται να έχουν πολύ μικρότερο κίνδυνο να προσβληθούν από καρκίνο του αίματος και της λέμφου. Όταν συγκεντρώθηκαν τα στοιχεία, οι χορτοφάγοι είχαν σχεδόν 50% μικρότερο κίνδυνο απ’ ότι οι κρεατοφάγοι. Και ιδιαιτέρως στο πολλαπλό μυέλωμα, έναν καρκίνο του μυελού των οστών, οι χορτοφάγοι είχαν 75% λιγότερες πιθανότητες να αναπτύξουν την ασθένεια σε σύγκριση με τους κρεατοφάγους. Σε αυτά τα είδη καρκίνων ο κίνδυνος για τους ιχθυοφάγους ήταν σχεδόν ίδιος με τους κρεατοφάγους.
Διερωτώμενοι γιατί θα μπορούσε να συμβαίνει αυτό, οι ερευνητές υποστήριξαν ότι
ίσως να υπάρχει κάτι στο κρέας, ενδεχομένως ιοί ή χημικές ενώσεις που προκαλούν μεταλλάξεις. Εναλλακτικά το φαινόμενο θα μπορούσε να αποδοθεί στις ωφέλιμες για την υγεία ιδιότητες της φυτικής διατροφής.
Ένας τομέας στον οποίο οι χορτοφάγοι και οι ιχθυοφάγοι είχαν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο ήταν στην περίπτωση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, όπου ο κίνδυνος γι’ αυτές τις ομάδες ήταν σχεδόν διπλάσιος σε σύγκριση με τους κρεατοφάγους. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι αυτό θα μπορούσε να ήταν τυχαίο λόγω του μικρού αριθμού ατόμων που συμμετείχαν. Ενδέχεται όμως να είναι κάτι σχετικά με τη διατροφή που επηρεάζει την ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος του οργανισμού να αντιστέκεται σε ιούς που προκαλούν καρκίνο.
Οι ερευνητές λένε ότι επίσης ανακάλυψαν αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ των κρεατοφάγων και των χορτοφάγων ως προς την προδιάθεση για καρκίνο του αίματος και της λέμφου, με τους χορτοφάγους να έχουν μόλις τις μισές πιθανότητες να αναπτύξουν αυτούς τους τύπους της νόσου.

Η Σάρα Χιόμ διευθύντρια πληροφοριών υγείας στο Ίδρυμα Έρευνας για τον καρκίνο στη Μεγάλη Βρετανία, μία φιλανθρωπική οργάνωση που χρηματοδότησε την έρευνα, δήλωσε στον Τύπο: «
Αυτά τα ενδιαφέροντα αποτελέσματα έρχονται να προστεθούν στις ενδείξεις ότι αυτά που τρώμε επηρεάζουν τις πιθανότητες ανάπτυξης καρκίνου».
Δήλωσε ότι ήδη γνωρίζουμε πως η κατανάλωση μεγάλης ποσότητας κόκκινου και βιομηχανοποιημένου κρέατος αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του στομάχου, αλλά πρόσθεσε ότι θα έπρεπε να είμαστε προσεκτικοί με την ερμηνεία των αποτελεσμάτων της έρευνας: «
Η σχέση ανάμεσα στη διατροφή και τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου είναι σύνθετη και απαιτείται περαιτέρω μελέτη για να δούμε πόσο μεγάλο ρόλο παίζει η διατροφή και ποιοι διατροφικοί παράγοντες είναι πιο σημαντικοί», τόνισε η Χιόμ, σύμφωνα με δημοσίευμα της Τέλεγκραφ.
Ωστόσο, υποστήριξε ότι λόγω του μικρού αριθμού χορτοφάγων που ανέπτυξαν καρκίνο σ’ αυτήν την έρευνα ίσως θα ήταν συνετό να ακολουθήσουν και άλλες ομάδες τη συμβουλή του Ιδρύματος Έρευνας για τον καρκίνο στη Μεγάλη Βρετανία, περιορίζοντας την κατανάλωση κρέατος.
Η Δρ. Παναγιώτα Μήτρου, του Παγκόσμιου Ταμείου Ερευνών για τον Καρκίνο ανέφερε στο BBC: «
Το ενδεχόμενο οι χορτοφάγοι να έχουν μειωμένο κίνδυνο να εμφανίσουν καρκίνους του αίματος είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρον».
Επίσης ανέφερε ότι τα ευρήματα θα έπρεπε να επεξεργάζονται με προσοχή, διότι δε γνωρίζουμε αρκετά για τους υποκείμενους μηχανισμούς που συνδέουν τη διατροφή με αυτούς τους τύπους καρκίνων.
Εθελοντική απόδοση:
Αθηνά Γαζινα
Πηγή: http://www.viralnews.gr/index.php/ygeia-kathimerinotita/item/227-vegan-diet-uk
Cancer incidence in British vegetarians
Αρχική πηγή: http://www.medicalnewstoday.com/articles/155965.php

Στο συμπέρασμα ότι η υψηλή πρόσληψη γάλακτος σχετίζεται με τη θνησιμότητα και τα κατάγματα σε γυναίκες και άντρες κατέληξε μεγάλη σουηδική έρευνα.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 61.433 γυναικών (ηλικίας 39-74 ετών κατά την έναρξη της παρακολούθησης το 1987-1990) και 45.339 ανδρών (ηλικίας 45-79 το 1997 που ξεκίνησε η μελέτη της εν λόγω ομάδας) στα οποία δόθηκαν ερωτηματολόγια σχετικά με την καθημερινή τους διατροφή.
Οι ερευνητές εφάρμοσαν μοντέλα επιβίωσης πολλαπλών μεταβλητών για να προσδιοριστεί η σχέση μεταξύ κατανάλωσης γάλακτος και θνησιμότητας ή κατάγματος.
Στις γυναίκες, σύμφωνα με τους ερευνητές, όταν η η ημερήσια κατανάλωση γάλακτος ξεπερνούσε τα τρία ποτήρια, ο κίνδυνος πρόωρου θανάτου αυξανόταν κατά 90%! Η αύξηση για τον κίνδυνο τον κίνδυνο κατάγματος ισχίου έφτανε το 60% και για οποιοδήποτε άλλο τύπο κατάγματος το 15%, σε σχέση με όσες έπιναν λιγότερο από ένα ποτήρι την ημέρα.
Και για τους άνδρες όμως ο κίνδυνος πρόωρου θανάτου ήταν αυξημένος από την κατανάλωση γάλακτος αν και όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό: περίπου 10% για τρία ποτήρια και πάνω.
Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια μιας μέσης παρακολούθησης των 20,1 ετών, 15.541 γυναίκες πέθαναν και 17.252 έπαθαν κάποιο κάταγμα. Τα 4.259 από αυτά ήταν κατάγματα ισχίου. Στους άνδρες, με μέση παρακολούθηση 11,2 χρόνια, 10.112 άντρες έχασαν τη ζωή τους και 5.066 έπαθαν κάποιο κάταγμα, με 1.166 περιπτώσεις κατάγματος ισχίου.
Ένα πιθανό αίτιο για την αυξημένη θνησιμότητα και τα προβλήματα υγείας είναι κατά τους ερευνητές τα υψηλά επίπεδα D-γαλακτόζης η οποία προέρχεται από διάσπαση της λακτόζης κατά την πέψη. Η D-γαλακτόζη έχει συνδεθεί με αύξηση του οξειδωτικού στρες και τη χρόνια φλεγμονή στον οργανισμό. Συνεπώς το γεγονός ότι η κατανάλωση γαλακτοκομικών δεν ωφελεί αλλά βλάπτει τελικά τον οργανισμό μας, δεν φαίνεται κάτι περίεργο.
Απόδοση:
Πέτρος Ξαρχάκος
Πηγή: http://www.viralnews.gr/index.php/epistimi-anthropos/item/234-gala-katagmata
Αρχική πηγή: http://www.bmj.com/content/349/bmj.g6015

Η
Ακαδημία Διατροφής και Διαιτολογίας των ΗΠΑ (AND) και η
Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής (ΑΑΡ) συμφωνούν στο ότι: τα
καλά σχεδιασμένα χορτοφαγικά και vegan πρότυπα διατροφής είναι υγιεινά για βρέφη και νήπια.
[caption id="attachment_1864" align="aligncenter" width="938"]

Δείγμα γεύματος[/caption]
Χρόνος και προσοχή απαιτείται για να βοηθηθούν τα μικρά παιδιά, χορτοφάγα ή μη, ώστε να πάρουν όλα τα
θρεπτικά συστατικά που χρειάζονται για την φυσιολογική τους ανάπτυξη.
Για τους πρώτους
έξι μήνες, όλα τα μωρά είναι καλύτερα με το
μητρικό γάλα. Χρησιμοποιήστε
φόρμουλα γάλακτος εμπλουτισμένη με σίδηρο (φόρμουλα σόγιας για vegans) αν μειωθεί ή σταματήσει ο θηλασμός. Το αγελαδινό γάλα, το γάλα σόγιας, το γάλα ρυζιού και οι σπιτικές συνταγές για γάλα δεν είναι κατάλληλα για μωρά κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους επειδή έχουν λάθος αναλογία πρωτεϊνών, λίπους και υδατανθράκων. Επίσης τους λείπουν σημαντικά θρεπτικά συστατικά για την υγεία και την ανάπτυξη των βρεφών.
Στερεά τρόφιμα μπορεί να εισαχθούν με τον ίδιο τρόπο όπως και για τα μη χορτοφάγα βρέφη. Αντικαταστήστε το κρέας με λιωμένο ή πολτοποιημένο τόφου ή φασόλια/σόγια ή από γαλακτοκομικά γιαούρτι και τυρί. (δείτε το άρθρο Εισάγοντας Στερεά Τρόφιμα )
Δεδομένου ότι το μητρικό γάλα είναι μια τόσο πλούσια πηγή θρεπτικών συστατικών οι vegan μητέρες
μπορεί να θέλουν να θηλάζουν για περισσότερο από ένα έτος. Απογαλακτίστε τα vegan βρέφη με
γάλα σόγιας εμπλουτισμένο με ασβέστιο και βιταμίνες Β12 και D. Eναλλακτικές πηγές γάλακτος, όπως σόγιας, ρυζιού, αμυγδάλου, κάνναβης κ.α. δεν συνιστώνται κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους της ζωής ως κύρια πηγή γάλακτος, επειδή είναι χαμηλά τόσο σε πρωτεΐνη όσο και ενέργεια.
Θρεπτικά συστατικά που χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή
Τρέφοντας χορτοφάγα ή vegan παιδιά δώστε ιδιαίτερη προσοχή στα ακόλουθα θρεπτικά συστατικά:
Βιταμίνη Β12: Οι χορτοφάγοι μπορούν να πάρουν άφθονη Β12 από γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά. Οι Vegan μητέρες που θηλάζουν αλλά και τα παιδιά τους, χρειάζονται μια καλή πηγή Β12. Οι επιλογές περιλαμβάνουν ένα συμπλήρωμα ή ενισχυμένα τρόφιμα όπως τα ροφήματα σόγιας, τα δημητριακά και τα υποκατάστατα κρέατος.
Βιταμίνη D: Η AAP συνιστά όλα τα βρέφη που θηλάζουν να λαμβάνουν 400 IU ημερησίως συμπλήρωμα βιταμίνης D ξεκινώντας λίγο μετά τη γέννηση τους. Αυτό θα πρέπει να συνεχιστεί έως ότου το παιδί σας να καταναλώνει την ίδια ποσότητα βιταμίνης D από ενισχυμένο γάλα: δηλαδή τουλάχιστον ένα λίτρο ημερησίως γάλα αγελάδας ή γάλα σόγιας.
Ασβέστιο: Τα μωρά που γαλουχούνται από στήθος ή φόρμουλες, καθώς και τα μικρά παιδιά που καταναλώνουν γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα, συνήθως παίρνουν άφθονο επιπρόσθετο ασβεστίο από τις τροφές τους και επιπρόσθετα από γιαούρι και τυρί. Για vegan νήπια τα εμπλουτισμένα με ασβέστιο τρόφιμα, ροφήματα ή συμπληρώματα μπορεί να είναι απαραίτητα. Δείτε ένα πιστοποιημένο διαιτολόγο για συμβουλές.
Σίδηρος: Η περιεκτικότητα σε σίδηρο του μητρικού γάλακτος είναι χαμηλη, ακόμη και αν οι μητέρες έχουν καλή διατροφή. Τα μωρά γεννιούνται με αρκετό σίδηρο για 4 έως 6 μήνες. Μετά από αυτή την ηλικία τα χορτοφάγα και vegan βρέφη χρειάζονται μια εξωτερική πηγή. Οι επιλογές περιλαμβάνουν ενισχυμένα δημητριακά ή συμπληρώματα σιδήρου.
Πρωτεΐνη: Τα μωρά χρειάζονται αρκετή πρωτεΐνη για την ταχεία ανάπτυξη τους κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους. Οι πρωτεϊνικές ανάγκες μπορούν να καλυφθούν με μητρικό γάλα ή φόρμουλα μέχρι περίπου τους 8 μήνες. Μετά από αυτό, προσθέστε φυτικές πρωτεϊνες από φασόλια με δημητριακά και εμπλουτισμένα γάλατα σόγιας. Λακτο/ωο-φυτοφάγα νήπια μπορούν να πάρουν πρωτεΐνη από το γιαούρτι και τα αυγά.
Φυτικές ίνες: Οι υπερβολικές φυτικές ίνες μπορεί να χορταίνουν τα νήπια γρήγορα. Δώστε τους συχνά γεύματα και σνακ. Χρησιμοποιήστε κάποια επεξεργασμένα δημητριακά, όπως εμπλουτισμένα δημητριακά, ψωμιά, ζυμαρικά και τρόφιμα που είναι υψηλότερα σε φυτικά λιπαρά, συμπεριλαμβανομένου του βούτυρου από ηλιέλαιο και του αβοκάντο ώστε να βοηθήσουν τα χορτοφάγα παιδιά να καλύψουν τις ενεργειακές και θρεπτικές τους ανάγκες.
Πηγή:
http://www.eatright.org/resource/food/nutrition/vegetarian-and-special-diets/feeding-vegetarian-and-vegan-infants-and-toddlers
Σημείωση 1: Το παρόν άρθρο αποτελεί ακριβή μετάφραση από την σελίδα του συλλόγου διατροφολόγων AND, ΗΠΑ [
link ]
Σημείωση 2: Περισσότερα στοιχεία για φυτοφαγική/βίγκαν εγκυμοσύνη δίνει η AAP στο βιβλίο της: "AAP Pediatric Nutrition Handbook".
Σημείωση 3: Πάντα να συμβουλεύεστε τον γυναικολόγο σας και τον παιδίατρο σας πριν, κατά την διάρκεια και μετά την εγκυμοσύνη σας.
Αρκετός κόσμος, ανάμεσα τους και πολλοί vegetarians, καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες γαλακτοκομικών προϊόντων, παρά τις
επιστημονικές μελέτες που αμφισβητούν τα οφέλη για τον οργανισμό και υποδεικνύουν πιθανούς κινδύνους για την υγεία. Ο λόγος είναι η εσφαλμένη εντύπωση ότι το ασβέστιο του γάλακτος ενισχύει τον σκελετό μας.

Σύμφωνα με την νέα θέση του
Συλλόγου Διατροφολόγων της Αμερικής (AND), της μεγαλύτερης οργάνωσης επαγγελματιών διατροφής του κόσμου, οι χορτοφαγικές και οι vegan δίαιτες είναι υγιεινές, μπορεί να αποτρέψουν και να θεραπεύσουν χρόνιες ασθένειες και είναι καλύτερες για το περιβάλλον. Με την νέα δημοσίευση τους, που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2016, οι ερευνητές ενημέρωσαν την θέση που είχαν από το 2009
[3] σχετικά με τις χορτοφαγικές και vegan διατροφές και αναφέρουν πλέον όχι μόνο ότι είναι κατάλληλες αλλά και ότι βοηθούν την υγεία και το περιβάλλον.

Το νέο έγγραφο του AND στην περίληψη του αναφέρει τα εξής
[1]:
"Η θέση της Ακαδημίας Διατροφής και Διαιτολογίας είναι ότι
κατάλληλα σχεδιασμένες διατροφές για χορτοφάγους και vegan, είναι υγιεινές, διατροφικά επαρκείς και μπορεί να παρέχουν
οφέλη για την
υγεία, πρόληψη και θεραπεία ορισμένων ασθενειών. Αυτές οι δίαιτες είναι κατάλληλες για όλα τα στάδια του κύκλου ζωής, συμπεριλαμβανομένης της εγκυμοσύνης, του θηλασμού, της βρεφικής ηλικίας, της παιδικής ηλικία, της εφηβείας, της προχωρημένης ηλικίας, καθώς και για αθλητές.
Δίαιτες φυτικής βάσης είναι περισσότερο βιώσιμες για το
περιβάλλον από δίαιτες που είναι πλούσιες σε ζωικά προϊόντα επειδή χρησιμοποιούν λιγότερους φυσικούς πόρους και συνδέονται με πολύ μικρότερη περιβαλλοντική ζημία. Οι χορτοφάγοι και οι vegans διατρέχουν μειωμένο κίνδυνο ορισμένων παθήσεων υγείας όπως για
ισχαιμική καρδιοπάθεια, διαβήτη τύπου 2, υπέρταση, ορισμένους τύπου καρκίνου και
παχυσαρκία. Η χαμηλή πρόσληψη
κορεσμένου λίπους και η υψηλή πρόσληψη λαχανικών, φρούτων, δημητριακών ολικής αλέσεως, οσπρίων, προϊόντων σόγιας, ξηρών καρπών και σπόρων (πλούσια σε φυτικές ίνες και φυτοχημικά) είναι χαρακτηριστικά των χορτοφαγικών και vegan διατροφών που παράγουν χαμηλότερα επίπεδα συνολικής και
LDL χοληστερόλης και καλύτερο έλεγχο της
γλυκόζης αίματος. Αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν στη μείωση των χρόνιων ασθενειών.
Οι βίγκανς χρειάζονται αξιόπιστες πηγές βιταμίνης
Β-12, όπως εμπλουτισμένα τρόφιμα ή συμπληρώματα."
Από το παραπάνω κείμενο διαπιστώνουμε ότι οι φυτοφαγικές διατροφές εφόσον δoθεί η κατάλληλη προσοχή μπορεί να είναι εξαιρετικά ωφέλιμες για εμάς και το περιβάλλον.
Δείτε το πλήρες κείμενο της έκθεσης του ADA στο
http://bit.ly/2fROxBN
Περισσότερα για την φυτοφαγική διατροφή στο:
http://www.health-cook.com/p/17
Πηγές:
1.
https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/27886704
2.
http://bit.ly/2fKSxAL
3.
https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/19562864